Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

του Otto

См. также в других словарях:

  • Nikolaus August Otto — Saltar a navegación, búsqueda Η Gaskraftmaschine του 1876 …   Wikipedia Español

  • Nicolaus Otto — Η Gaskraftmaschine του 1876 …   Wikipedia Español

  • Βασιλεία του Θεού — Das Reich Gottes (hebr. מלכות malchut, griech. Βασιλεία του Θεού basileia tou theou) ist ein Begriff aus dem Tanach, der hebräischen Bibel. Er bezeichnet als Königtum einen Wesenszug, als Königreich einen räumlich vorgestellten Herrschaftsbereich …   Deutsch Wikipedia

  • πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ότο — (Otto Wagner, Βιέννη 1841 – 1918). Αυστριακός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Δάσκαλος της σχολής της Βιέννης, από την οποία προήλθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του νέου ρυθμού (art nouveau, jugendstil) Χόφμαν, Όλμπριχ, Μόζερ. Το έργο του και,… …   Dictionary of Greek

  • Βάρμπουργκ, Ότο Χάινριχ — (Otto Heinrich Warburg, Φράιμπουργκ, Βάδη 1883 – Βερολίνο 1970). Γερμανός βιοχημικός και φυσιολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε μαθητής του διάσημου χημικού Έμιλ Φίσερ. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1906 με μια εργασία πάνω στα πολυπεπτίδια… …   Dictionary of Greek

  • Ντιξ, Ότο — (Otto Dix, Ούντερμχαους, Θουριγκία 1891 – Ζίνγκεν, Κωνσταντία 1969). Γερμανός ζωγράφος. θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ζωγράφους. Αποφοίτησε από τη σχολή διακοσμητικής της Δρέσδης και μετά την πολεμική περίοδο (στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • Όθων φον Φράιζινγκ — (Otto von Freising, περ. 1114 – Μοριμόν, Άνω Μάρνης 1158). Μεσαιωνικός χρονογράφος. Γιος του μαργράβου της Αυστρίας Λεοπόλδου Γ’ και της Αγνής, κόρης του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’, αβάς του μοναστηριού του Μοριμόν, έγινε το 1138 επίσκοπος του… …   Dictionary of Greek

  • Λίλιενταλ, Ότο — (Otto Lilienthal, Άνκλαμ 1848 – Ρίνοβ, Βερολίνο 1896). Γερμανός μηχανικός και πρωτοπόρος αεροπόρος. Ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών στη γενέτειρά του και αργότερα φοίτησε στην Τεχνική Σχολή του Πότσνταμ. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές γνώσεις… …   Dictionary of Greek

  • Κλέμπερερ, Ότο — (Otto Klemperer, Μπρεσλάου 1885 – Ζυρίχη 1973). Γερμανός διευθυντής ορχήστρας, εβραϊκής καταγωγής. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως διευθυντής ορχήστρας το 1905, με τη δεύτερη συμφωνία του Μάλερ. Αφιερώθηκε στο λυρικό θέατρο και ανέπτυξε έντονη… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερχοφ, Ότο Φριτς — (Otto Fritz Meyerhoff, Ανόβερο 1884 – 1951). Γερμανός φυσιολόγος και βιοχημικός. Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Το αρχικό του ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, που τον είχε οδηγήσει σε αξιόλογες για την εποχή του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»